παραλυτρούμαι

παραλυτρούμαι
-όομαι, Α
1. εξαγοράζομαι με λύτρα
2. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) Παραλυτρούμενος
τίτλος κωμωδίας τού Σωτάδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + λυτρῶ / λυτροῦμαι (< λύτρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”